ῥοώδεσι

ῥοώδεσι
ῥοώδης
with a strong stream
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυάγκιστρος — η, ο / πολυάγκιστρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά άγκιστρα 2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάγκιστρο(ν) αλιευτικό όργανο που έχει πολλά αγκίστρια για ψάρια επιφάνειας («ἁλίσκονται δέ... πολυαγκίστροις ἐν ῥοώδεσι καὶ βαθέσι τόποις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”